ἀπαράφθορος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ον, A free from damage, ἔργον IG12(3).326 (Thera).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράφθορος: -ον, ἄφθαρτος, ἀδιάφθορος, Κύριλλ. Ἀλ. 334Β.
Spanish (DGE)
-ον
libre de daño, en buen estado ἔργον ... ἀ. ... διαφυλάσσων IG 12(3).326.11 (Tera)
•fig. incorrupto, inviolado ἀ. ... τηρήσας τὴν πίστιν Cyr.Al.M.71.289A.