ἁλυκεία
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: ἁλυκεία | Medium diacritics: ἁλυκεία | Low diacritics: αλυκεία | Capitals: ΑΛΥΚΕΙΑ |
Transliteration A: halykeía | Transliteration B: halykeia | Transliteration C: alykeia | Beta Code: a(lukei/a |
ἡ, A salting, Ptol.Tetr.181.
ἁλυκεία: ἡ, ἁλάτισμα, ἅλμευσις, Πτολ. Τετρ. 181.
ἁλυκεία, η (Α) ἁλυκός
αλάτισμα, πάστωμα.