κητοθηρείον
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
κητοθηρεῑον και κητοθήριον, το (Α)
αποθήκη σκευών χρήσιμων στην αλιεία μεγάλων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -θηρεῖον (< θηρεύω)].