κητοθηρείον

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

κητοθηρεῖον και κητοθήριον, το (Α)
αποθήκη σκευών χρήσιμων στην αλιεία μεγάλων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -θηρεῖον (< θηρεύω)].