σκαφείο

From LSJ
Revision as of 18:06, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

το / σκαφεῑον, ΝΑ
εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα
αρχ.
1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῦ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῖς σκαφείοις», Πλούτ.)
3. πιθ. σκάφη, λεκάνηλέβης σκαφεῑον ὄλμος λήκυθος», Κλέαρχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -εῖον].