αἰσχρορρημονέω
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
A = αἰσχροεπέω, Charond. ap.Stob.4.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρορρημονέω: αἰσχροεπέω, Ἄδηλ. παρὰ Στοβ. 291. 13.
Spanish (DGE)
decir obscenidades αἰσχρορρημονείτω δὲ μηδείς, ὅπως ἂν μὴ παρελκύῃ τὴν διάνοιαν ἔργοις αἰσχροῖς Charondas 62.24, (οἶνος) ποιεῖ τὸν μέθυσον αἰσχρορρημονεῖν T.Iud.14.8, cf. Eutecnius Al.Par.63.8, Eus.PE 4.17.1 (var.), Olymp.in Phd.6, An.Par.4.404.