οἰωνόβρωτος
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ον, A to be eaten of birds, Phld.Mort.33, Str.15.3.20 (v.l.-βοτος), LXX 2 Ma.9.15, 3 Ma.6.34, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων βρωθείς, ὀρνεόβρωτος, Στράβ. 735 (διάφορ. γραφ. -βοτος), Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 15, Γ΄, 6, 34), Ἡσύχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
οἰωνόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που καταφαγώθηκε από όρνεα, από οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, κυνό-βρωτος].