τειχοποιία
From LSJ
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
English (LSJ)
ἡ, A building of walls or forts, Aen.Tact.8.3, Ph.Bel.86.3 (pl.), al., D.S.13.35, J.BJ5.2.5, Plu. 2.851a.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τειχοποιός
οικοδόμηση τειχών ή οχυρωμάτων.