ταυροκάρηνος

From LSJ
Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροκάρηνος Medium diacritics: ταυροκάρηνος Low diacritics: ταυροκάρηνος Capitals: ΤΑΥΡΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: taurokárēnos Transliteration B: taurokarēnos Transliteration C: tavrokarinos Beta Code: tauroka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A bull-headed, Nonn.D.26.317, PMag.Par.1.2808.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν ταύρου, Νόνν. Δ. 26. 317, περὶ ἐλέφαντος.

Spanish

que tiene cabeza de toro

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για ελέφαντα) αυτός που έχει κεφάλι ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσο-κάρηνος].