τριχάρακτος

From LSJ
Revision as of 13:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχάρακτος Medium diacritics: τριχάρακτος Low diacritics: τριχάρακτος Capitals: ΤΡΙΧΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: tricháraktos Transliteration B: tricharaktos Transliteration C: tricharaktos Beta Code: trixa/raktos

English (LSJ)

[χᾰ], ον, (χαράσσω) A divided in three places, πίναξ τ. ζώναις Ps.-Callisth. 1.4.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχάρακτος: [χᾰ], -ον, ὁ κεχαραγμένος εἰς τρία, Ψευδοκαλλισθένης σ. 4, σημ. 3.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
χαραγμένος ή χωρισμένος στα τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. δι-χάρακτος].