τρίσμεγας
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
English (LSJ)
ὁ, A = τρισμέγιστος, Ἑρμῆς PFlor.50.97 (iii A. D.), PMag.Lond.121.551; of Plato, Zos.Alch. p.230B.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. (για τον Ερμή) ο τρισμέγιστος
2. (για τον Πλάτωνα) ο μεγαλοφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + μέγας.