ἀποσταλάζω

Revision as of 15:55, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

A = ἀποστάζω Il, luc.Am.45: c.acc., ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Jl.3(4).18 ( = Am.9.13).

German (Pape)

[Seite 326] (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσταλάζω: μέλλ. -άξω, = ἀποστάζω Ι., καθαρίζω τι δι᾿ ἀποστάξεως· μεταφ. ἐξαγνίζω, τὴν ψυχὴν Συνέσ. 55Β. ΙΙ. ἀμετ. Λουκ. Ἔρωτ. 45· μετ᾿ αἰτ. συστοιχ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ γ΄, 18).

Spanish (DGE)

1 tr. destilar ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Am.9.13, LXX Il.4.18.
2 intr. gotear de οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.Am.45.

Greek Monolingual

ἀποσταλάζω (Α)
1. καθαρίζω με απόσταξη
2. εξαγνίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσταλάζω: Luc. = ἀποστάζω.