ἀστροβολησία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A sun-scorch, in plants, Thphr.CP5.9.4 (nisi leg. ἀστροβλησία).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροβολησία: ἡ, τὸ βληθῆναι ὑπὸ ἀστέρος, ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λατ. sideratio, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 4 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἀστροβλησία).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ agostamiento Thphr.CP 5.9.4.
Greek Monolingual
ἀστροβολησία, η (Α) αστροβόλητος
το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο.