ἀφέσιμος

Revision as of 23:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A ἡμέρα holiday, Arist.Ath.43.3, Aristid.Or.50(26).98:— also of persons, released from payment, PTeb.224 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 409] entlassen, befreit, Aristid. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφέσῐμος: ἡμέρα, ἑορτή, Ἀριστ. Ἀποσπ. 395, Ἀριστείδ. 1. 344.

Spanish (DGE)

-ον
1 de licencia ἀ. ἡμέρα día de vacación, festivo Arist.Ath.43.3, Aristid.Or.50.98
subst. τῷ ἀφεσίμῳ PPalau Rib.inv.172a.13 en Stud.Pap.21.1982 p.78.
2 de pers. exento de pago ἄνδρες ἀφέσιμοι PTeb.224 (II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφέσιμος, -ον) άφεσις
μσν.- νεοελλ.
(για αμαρτήματα) αυτός που μπορεί να αφεθεί, να συγχωρηθεί
αρχ.
φρ. «ἀφέσιμος ἡμέρα» >
γιορτή, σχόλη.

Russian (Dvoretsky)

ἀφέσῐμος: (ᾰ) свободный, праздничный (ἡμέρα Arst.).