ἡλιανθές
From LSJ
English (LSJ)
τό, A laudanum-plant, Cistus laurifolius, Ps.-Democr. ap. Plin.HN24.165.
Greek Monolingual
ἡλιανθές, το (Α)
το φυτό κίστος ο δαφνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ηλιανθής].
Full diacritics: ἡλιανθές | Medium diacritics: ἡλιανθές | Low diacritics: ηλιανθές | Capitals: ΗΛΙΑΝΘΕΣ |
Transliteration A: hēlianthés | Transliteration B: hēlianthes | Transliteration C: ilianthes | Beta Code: h(lianqe/s |
τό, A laudanum-plant, Cistus laurifolius, Ps.-Democr. ap. Plin.HN24.165.
ἡλιανθές, το (Α)
το φυτό κίστος ο δαφνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ηλιανθής].