ἡνιοχευτικός

From LSJ
Revision as of 16:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχευτικός Medium diacritics: ἡνιοχευτικός Low diacritics: ηνιοχευτικός Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēniocheutikós Transliteration B: hēniocheutikos Transliteration C: iniocheftikos Beta Code: h(nioxeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv. A -κῶς Et.Gud. 672.29.

German (Pape)

[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχευτικός: ἡ, όν, = ἡνιοχικός, Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.

Greek Monolingual

ἡνιοχευτικός, -ή, -όν (Α) ηνιοχεύω
ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.).
επίρρ...
ἡνιοχευτικῶς
με ηνιοχευτικό τρόπο.