βαλσαμώδης
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
German (Pape)
[Seite 431] ες, balsamartig, Plin. 12, 19.
Greek (Liddell-Scott)
βαλσαμώδης: -ες, (εἶδος) βαλσάμῳ ὅμοιος, Πλίν. 12. 19.
Spanish (DGE)
-ες
sólo en lat. balsamodes, balsámico Plin.HN 12.97.
Russian (Dvoretsky)
βαλσαμώδης: бальзамический Plin.