ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
α;adj. m. dor.hospitalier.Étymologie: ξένος, ἡγέομαι.
ξενᾱγέτας 1 guiding strangers βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται (N. 7.43)
ξενᾱγέτᾱς: α adj. m дор. = ξεναγέτης.