στεροπά

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

English (Slater)

στεροπά
   1 lightning flash λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς (P. 4.198) Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν (P. 6.24) “υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” (I. 8.37)

Russian (Dvoretsky)

στεροπά: ἡ дор. = στεροπή.