ὠκυδίνατος
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
Doric for ὠκυδίνητος.
English (Slater)
ὠκῠδῑνᾱτος, -ον
1 swiftly wheeling καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (ὠκυδινήτοις coni. Mommsen, sed v. δινάω) (I. 5.6)
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδίνᾱτος: дор. = ὠκυδίνητος.