φιλοχρημάτως
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
French (Bailly abrégé)
adv.
par amour de l’argent, avec avarice.
Étymologie: φιλοχρήματος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοχρημάτως: сребролюбиво, корыстолюбиво: φ. ἔχειν Isocr. быть корыстолюбивым.