φιλοχρημάτως
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
French (Bailly abrégé)
adv.
par amour de l'argent, avec avarice.
Étymologie: φιλοχρήματος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοχρημάτως: сребролюбиво, корыстолюбиво: φ. ἔχειν Isocr. быть корыстолюбивым.