ἑρμογλυφική
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l’art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφική: ἡ (sc. τέχνη) Luc. = ἑρμογλυφία.
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l’art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.
ἑρμογλῠφική: ἡ (sc. τέχνη) Luc. = ἑρμογλυφία.