εἰαροπότης
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
ου, ὁ, = αἱμοπότης, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
εἰαροπότης: -ου, ὁ, «αἱμοπότης· ψυχοπότης» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
(εἰᾰροπότης) -ου, ὁ bebedor de sangre Hsch., EM 294.47G.