συγκαταδικάζω

From LSJ
Revision as of 18:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

German (Pape)

[Seite 964] mit verurtheilen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).