Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
[Seite 960] wie στυφός, στυφνός, στρυφνός, zusammengezogen, dicht, fest, Arist. H. A. 2, 17, zw., u. Sp.
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) στυφρόν
«στερέμνιον
βαρύ».
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) στυφρόν
«στερέμνιον
βαρύ».