συγκαταριθμώ

Revision as of 16:40, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Greek Monolingual

συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῦμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.

Greek Monolingual

συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῦμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.