συγκαταριθμώ
Greek Monolingual
συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῦμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.
Greek Monolingual
συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῦμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.