συνυπολογίζω

Greek Monolingual

Ν
υπολογίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, υπολογίζω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συναριθμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].