συγκινώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

συγκινῶ, -έω, ΝΑ κινῶ
ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)
αρχ.
1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)
2. ανακινώ, αναταράσσω ένα μίγμα.

Greek Monolingual

συγκινῶ, -έω, ΝΑ κινῶ
ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)
αρχ.
1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)
2. ανακινώ, αναταράσσω ένα μίγμα.