συγχρωτισμός
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
ο, Ν συγχρωτίζομαι
συναναστροφή, στενή σχέση.
Greek Monolingual
ο, Ν συγχρωτίζομαι
συναναστροφή, στενή σχέση.
ο, Ν συγχρωτίζομαι
συναναστροφή, στενή σχέση.
ο, Ν συγχρωτίζομαι
συναναστροφή, στενή σχέση.