στύφνο

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το φυτό στρύχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. αντί στρύφνος (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. του φυτού στύβνο και στύγνο)].

Greek Monolingual

το, Ν
το φυτό στρύχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. αντί στρύφνος (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. του φυτού στύβνο και στύγνο)].