συμπένθερος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπένθερος: ἢ συμπενθερός, ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἐν σχέσει πρὸς τὸν πατέρα τῆς συζύγου, οὕτως ὁ πατὴρ τοῦ ἀνδρός καὶ ὁ πατὴρ τῆς γυναικὸς εἶναι συμπένθεροι πρὸς ἀλλήλους, Κ. Πορφυρ. περὶ Θεμάτ. 20, 16, Τὰ Μετὰ Θεοφάν. 372, 16. κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 173.

Greek Monolingual

και συμπενθερός, ὁ, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ
βλ. συμπέθερος.

Greek Monolingual

και συμπενθερός, ὁ, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ
βλ. συμπέθερος.