τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
[Seite 984] (s. βάλλω), mit od. zusammen vergleichen, Sp.
συμπαραβάλλω: παραβάλλω πρός τι ἢ ὁμοῦ, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.
ΝΑ παραβάλλωσυγκρίνω, αντιπαραβάλλω.