συνειδητοποιώ
From LSJ
Greek Monolingual
-έω, Ν
αποκτώ σαφή και ενσυνείδητη γνώση της σημασίας γεγονότος ή κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνειδητός + -ποιώ].
Greek Monolingual
-έω, Ν
αποκτώ σαφή και ενσυνείδητη γνώση της σημασίας γεγονότος ή κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνειδητός + -ποιώ].