συνειδητοποιώ

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

-έω, Ν
αποκτώ σαφή και ενσυνείδητη γνώση της σημασίας γεγονότος ή κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνειδητός + -ποιώ].

Greek Monolingual

-έω, Ν
αποκτώ σαφή και ενσυνείδητη γνώση της σημασίας γεγονότος ή κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνειδητός + -ποιώ].