συνενοχή

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ενοχή πολλών ατόμων για την ίδια αιτία
2. (νομ.) κοινή υπαιτιότητα σε αξιόποινη πράξη («αποδείχθηκε η συνενοχή του στο έγκλημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνένοχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ε. Β. Δελβινιώτη].

Greek Monolingual

η, Ν
1. ενοχή πολλών ατόμων για την ίδια αιτία
2. (νομ.) κοινή υπαιτιότητα σε αξιόποινη πράξη («αποδείχθηκε η συνενοχή του στο έγκλημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνένοχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ε. Β. Δελβινιώτη].