συνένοχος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. ο από κοινού ένοχος για κάτι
2. (νομ.) αυτός που έχει ποινική ευθύνη για αξιόποινη πράξη ως συναυτουργός ή συνεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ένοχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].