συνεκτικότητα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του συνεκτικού
2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό
3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του συνεκτικού
2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό
3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].