συνεπαίρνω
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Greek Monolingual
Ν
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, παρασύρω («τον συνεπήρε στα βαθιά το κύμα»)
2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω, συναρπάζω («το θέαμα τους συνεπῆρε κι έμειναν άφωνοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπαίρω (πρβλ. παίρνω < επαίρω)].
Greek Monolingual
Ν
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, παρασύρω («τον συνεπήρε στα βαθιά το κύμα»)
2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω, συναρπάζω («το θέαμα τους συνεπῆρε κι έμειναν άφωνοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπαίρω (πρβλ. παίρνω < επαίρω)].