σύαξ

From LSJ
Revision as of 07:22, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-ύακος, ὁ, ΜΑ
άλλη ονομασία του ψαριού ρόμβος
μσν.-αρχ.
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ-αξ)].

Greek Monolingual

-ύακος, ὁ, ΜΑ
άλλη ονομασία του ψαριού ρόμβος
μσν.-αρχ.
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ-αξ)].

Frisk Etymological English

-ακος See also: s. συαγρίς