συνεπικυρώ

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-έω, Α
επικυρώνω κι εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»].

Greek Monolingual

-έω, Α
επικυρώνω κι εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»].