διαπερονάω
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
pin or pierce through, σφυρὰ σιδήρῳ D.S.4.64; τινὰ διαμπάξ Agath.1.9:—Pass., Id.2.9, al., Luc.Gall.24; σαυνίῳ διὰ τοῦ θυρεοῦ διαπερονηθείς D.H.9.64.
German (Pape)
[Seite 595] (mit der Nadel) durchstechen, durchbohren; τὰ σφυρὰ σιδήρῳ D. Sic. 4, 64; σαυνίῳ Dion. Hal. 9, 64.
Greek (Liddell-Scott)
διαπερονάω: καρφώνω, διατρυπῶ, σφυρὰ σιδήρῳ Διόδ. 4. 64. σαυνίῳ διὰ τὸ σάκος διαπερονηθεὶς Διον. Ἁλ. 9. 64.
Spanish (DGE)
atravesar, traspasar con algo punzante σφυρὰ σιδήρῳ D.S.4.64, (ἐμέ) τῷ δορατίῳ D.Chr.4.59, (βέλος) τὸν ἄνδρα διαμπάξ Agath.1.9.4, en v. pas. διὰ τοῦ θυρεοῦ διαπερονηθείς D.H.9.64, ἐν σάκει ... διαπεπερονημένῳ τοῖς ἥλοις Sch.A.Th.539-542, de vestidos οἱ δὲ κόλακες ... περόναις χρυσαῖς διαπεπερονημένοι Eun.Hist.62.2.
Russian (Dvoretsky)
διαπερονάω: прокалывать (τὰ σφυρὰ σιδήρῳ Diod.).