διασωστικός

From LSJ
Revision as of 22:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασωστικός Medium diacritics: διασωστικός Low diacritics: διασωστικός Capitals: ΔΙΑΣΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diasōstikós Transliteration B: diasōstikos Transliteration C: diasostikos Beta Code: diaswstiko/s

English (LSJ)

ή, όν, preservative, Max.Tyr.20.5, al.; δύναμις Gal.Nat.Fac.1.14; θεὸς δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός Theol.Ar.5.

German (Pape)

[Seite 605] ή, όν, durchbringend, erhaltend, Sp.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede conservar o preservar, δύναμις ... τοῦ ζῴου διασωστική Gal.2.46, cf. Albin.Intr.182, 183, (ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός Theol.Ar.5
que salva, salvador, liberador στρατηγός Poll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5
fig. παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίαν de Dios Corp.Herm.18.14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διασωστικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή ικανός να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή.