δυσδιαχώρητος

Revision as of 12:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A indigestible, Arist.Pr.927b21 (Comp.); hard to pass, prob. for -φόρητος, Xenocr.34. II Act., costive, Alex.Aphr.Pr.1.90, Sever. p.6 D.

German (Pape)

[Seite 677] schweren Stuhlgang habend, u. schweren Stuhlgang machend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαχώρητος: -ον, κακοχώνευτος, δύσπεπτος, Ἀριστ. Προβλ. 21. 8, 1. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκοίλιος, διατὶ οἱ ἰκτερικοὶ δ., Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de evacuar o eliminar μᾶζα Arist.Pr.927b21, de un pescado, Xenocr.22, τὸ σκύβαλον Sor.2.13.106, cf. Archig. en Aët.11.30.
2 que le cuesta evacuarγαστήρ Gal.15.761, οἱ ἰκτερικοί Alex.Aphr.Pr.1.90, Seuer.Clyst.p.6.

Greek Monolingual

δυσδιαχώρητος, -ον (Α)
1. δύσπεπτος
2. αυτός που διέρχεται με δυσκολία
3. δυσκοίλιος.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιαχώρητος: с трудом проходящий (через организм), т. е. неудобоваримый (sc. τροφή Arst.).