δυσδιαχώρητος

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιαχώρητος Medium diacritics: δυσδιαχώρητος Low diacritics: δυσδιαχώρητος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΧΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiachṓrētos Transliteration B: dysdiachōrētos Transliteration C: dysdiachoritos Beta Code: dusdiaxw/rhtos

English (LSJ)

δυσδιαχώρητον,
A indigestible, Arist.Pr.927b21 (Comp.); hard to pass, prob. for δυσδιαφόρητος, Xenocr.34.
II Act., costive, Alex.Aphr.Pr.1.90, Sever. p.6 D.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de evacuar o eliminar μᾶζα Arist.Pr.927b21, de un pescado, Xenocr.22, τὸ σκύβαλον Sor.2.13.106, cf. Archig. en Aët.11.30.
2 que le cuesta evacuarγαστήρ Gal.15.761, οἱ ἰκτερικοί Alex.Aphr.Pr.1.90, Seuer.Clyst.p.6.

German (Pape)

[Seite 677] schweren Stuhlgang habend, u. schweren Stuhlgang machend, Medic.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιαχώρητος: с трудом проходящий (через организм), т. е. неудобоваримый (sc. τροφή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαχώρητος: -ον, κακοχώνευτος, δύσπεπτος, Ἀριστ. Προβλ. 21. 8, 1. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκοίλιος, διατὶ οἱ ἰκτερικοὶ δ., Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90.

Greek Monolingual

δυσδιαχώρητος, -ον (Α)
1. δύσπεπτος
2. αυτός που διέρχεται με δυσκολία
3. δυσκοίλιος.