γαλιδεύς
English (LSJ)
έως, ὁ, a young weasel, Cratin.265.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γαλῐδεύς: έως, ὁ, μικρὰ γαλῆ, «γατ(τ)άκι», Κρατῖν. Ὡρ. 19.
Spanish (DGE)
(γᾰλῐδεύς) -έως, ὁ cría de comadreja Cratin.291.
Greek Monolingual
γαλιδεύς, ο (Α)
γατάκι ή μικρό κουνάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) -ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.].