ἀκατάσκοπος

Revision as of 09:29, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.

Spanish (DGE)

-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.

Greek Monolingual

ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.