ἀλιτηριώδης

Revision as of 09:44, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ες, abominable, accursed, οἶστρος Pl.Lg.854b; στάσις Id.R.470d; γνώμη D.C.44.1.

German (Pape)

[Seite 99] ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
funeste.
Étymologie: ἀλιτήριος, ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
maldito, abominable οἶστρος Pl.Lg.854b, D.C.44.1.1, στάσις Pl.R.470d, γνώμη D.C.45.33.1.

Greek Monolingual

ἀλιτηριώδης, -ες (Α) ἀλιτήριος
καταραμένος, ολέθριος, αποτρόπαιος.

Greek Monotonic

ἀλῐτηριώδης: -ες (εἶδος), απεχθής, καταραμένος, αποτρόπαιος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῐτηριώδης: губительный, пагубный (τύχη, οἶστρος, στάσις Plat.; ποινή Plut.).

Middle Liddell

εἶδος
abominable, accursed, Plat.

English (Woodhouse)

sinful