απεχθής

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

-ές (AM ἀπεχθής)
αυτός που εμπνέει μίσος ή αποστροφή, ο μισητός
αρχ.
εχθρικός, δυσάρεστος.