ἀλευρίτης

From LSJ
Revision as of 09:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλευρίτης Medium diacritics: ἀλευρίτης Low diacritics: αλευρίτης Capitals: ΑΛΕΥΡΙΤΗΣ
Transliteration A: aleurítēs Transliteration B: aleuritēs Transliteration C: alevritis Beta Code: a)leuri/ths

English (LSJ)

ἄρτος, , bread of wheaten flour (ἄλευρα), Diph.Siph. ap. Ath.3.115c, Philistion ib.d; πυροί Ath.Med. ap. Orib.1.2.2.

German (Pape)

[Seite 93] ἄρτος, Brot aus Weizenmehl, Ath. III, 115 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλευρίτης: ἄρτος, ὁ, = ἄρτος ἐξ ἀλεύρων (ἐκ σίτου), Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 115C.

Spanish (DGE)

-ου
de harina de trigo, ἄρτος Diph.Siph. en Ath.115d, Philistio 9, πυροί Ath.Med. en Orib.1.2.2.

Greek Monolingual

ο (Α ἀλευρίτης)
νεοελλ.
είδος σιταριού που παρέχει πολύ αλεύρι και λίγο πίτουρο
αρχ.
(στη φρ.) «ἀλευρίτης ἄρτος» — άρτος παρασκευασμένος από σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλευριτέλαιο].