ἀμφόδιον
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Luc.Rh.Pr.24, EM557.46 (as v.l.).
German (Pape)
[Seite 145] τό, eine kleine Gasse, Luc. rhet. praec. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφόδιον: τό, μικρὰ ἄμφοδος, Λουκ. Ρητ. Διδ. 24.
Spanish (DGE)
-ου, τό
pequeña barriada, BGU 1579.10, 1580.11 (II a.C.), Luc.Rh.Pr.24.
Greek Monolingual
ἀμφόδιον, το (Α)
ἄμφοδον υποκορ. του ἄμφοδον.